- ομοκοιτία
- ὁμοκοιτία, ἡ (Α) [ομόκοιτος]το να κοιμάται κάποιος μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοκοιτίας — ὁμοκοιτίᾱς , ὁμοκοιτία a sleeping together fem acc pl ὁμοκοιτίᾱς , ὁμοκοιτία a sleeping together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)